ἐκπεμπομένων

ἐκπεμπομένων
ἐκπέμπω
send out
pres part mp fem gen pl
ἐκπέμπω
send out
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • ράδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ra· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 88, ατομικό βάρος 226,05 και 13 ισότοπα, όλα ραδιενεργά, τέσσερα από τα οποία συναντώνται στη φύση. Το ανακάλυψαν το 1898 οι Πιερ …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • Έλστερ, Γιόχαν — (Johann Elster, 1854 – 1920). Γερμανός φυσικός. Σε συνεργασία με τον I.Φ. Γκάιτελ, πραγματοποίησε αξιόλογες έρευνες για τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας και τη ραδιενέργεια. Οι έρευνες του Έ. και του Γκάιτελ για τον ιονισμό της ατμόσφαιρας οδήγησαν …   Dictionary of Greek

  • ενεργοποίησης, ανάλυση — Αναλυτική μέθοδος υψηλής ακρίβειας, κατά την οποία ενεργοποιείται το προς ανάλυση υλικό, αφού ακτινοβοληθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα με σωμάτια υψηλών ενεργειών (συνήθως νετρόνια) ή ακτίνες γάμμα και στη συνέχεια προσδιορίζεται το είδος και… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… …   Dictionary of Greek

  • Μόσλεϊ, Χένρι Γκουέν-Τζέφρι — (Henry Gwyn Geffreys Moseley, Γουέιμαουθ, Ντόρσετ 1887 – Καλλίπολη 1915). Άγγλος χημικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Ίτον και της Οξφόρδης, απ’ όπου έλαβε και το δίπλωμά του το 1910. Εργάστηκε αρχικά με τον Έρνεστ Ράδερφορντ και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — το (λ. αγγλ.), ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει τον προσδιορισμό της θέσης και της απόστασης ενός αντικειμένου, με την ανάκλαση στη συσκευή των εκπεμπόμενων (από το αντικείμενο) ραδιοηλεκτρικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”